- χιονοβολώ
- χιονίζω, σκεπάζω με χιόνι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χιονοβολώ — έω, Ν βλ. χιονοβολούμαι … Dictionary of Greek
χιονοβολούμαι — χιονοβολοῡμαι, έομαι, ΝΑ, και τ. ενεργ. χιονοβολώ, έω, Ν καλύπτομαι με χιόνι νεοελλ. (το ενεργ.) ρίχνω χιόνι, καλύπτω με χιόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιονοβόλος. Η λ. στη νεοελλ. στον λόγιο ενεργ. τ. χιονοβολῶ, έω, μαρτυρείται από το 1887, στην εφημερίδα … Dictionary of Greek
χιονοβολή — η, Ν βολή με χιονόμπαλα, χιονοπόλεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιονοβολώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Σύλλογος] … Dictionary of Greek
χιονοβόλημα — το, Ν χιονοβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιονοβολώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην ερημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek